Ο προϋπολογισμός ενός κράτους τη δεδομένη στιγμή αντικατοπτρίζει τη φιλοσοφία τις προτεραιότητες και το τι δέον γενέσθαι προκειμένου να ασκηθεί η κυβερνητική πολιτική. Αποκαλύπτει ο προϋπολογισμός τη φιλοσοφία της κυβέρνησης η οποία συναρτάται άμεσα με τη ιδεολογία της , τα οράματα της και τις προτεραιότητες της.

Θα ανέμενε κάποιος ότι ο προϋπολογισμός της ΚΔ για το 2017 θα παρουσίαζε στροφή στην ανάπτυξη και στην αλληλέγγυα με την ανάπτυξη κοινωνική πολιτική. Ο λόγος είναι προφανής, μετά από πολλά χρόνια ύφεσης, μετά από το σοκ του 2013, θα έπρεπε να ξεκινήσει μια πορεία ανάκαμψης, όρο που χρησιμοποιεί κατά κόρον η κυβέρνηση προκειμένου να παρουσιάσει την, κατά αυτήν, επιτυχημένη οικονομική της πολιτική.

Αντ΄αυτού ο προϋπολογισμός παρουσιάζει μια καθαρά λογιστική αντίληψη των πραγμάτων, η οποία είναι και απόρροια της εμμονής της κυβέρνησης στη διατήρηση ενός κλίματος και μιας πολιτικής λιτότητας, που χαρακτηρίζεται από κατ’εξακολούθηση μείωση των εισοδημάτων των μικρών και μεσαίων στρωμάτων με παράλληλη επιβολή σ αυτά και συνέχιση πρόσθετων επιβαρύνσεων. Αυτή η κατάσταση, είχε και εξακολουθεί να έχει ως αποτέλεσμα το στέγνωμα της οικονομίας και την αδυναμία ανταπόκρισης χιλιάδων νοικοκυριών στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, και κυρίως στις οφειλές και τα χρέη προς τις τράπεζες.

Επανέρχομαι σ’αυτό που είπα προηγουμένως και ισχυρίζομαι ότι σε μια οικονομία όπως η κυπριακή θα έπρεπε ο προϋπολογισμός να αντικατοπτρίζει μια αναπτυξιακή πολιτική, κάτι το οποίο λείπει παντελώς. Τα χαρακτηριστικά της κυπριακής οικονομίας σήμερα έχουν ως εξής: υπάρχουν χιλιάδες νοικοκυριά και μικροεπιχειρήσεις που αδυνατούν να ανταποκριθούν σε χρέη και οφειλές. Παράλληλα υπάρχει μια τράπεζα, η οποία σήμερα κατέχει πέριξ του 60% της αγοράς και προς την οποία τα νοικοκυριά και οι μικροεπιχειρήσεις είναι καταχρεωμένα. Επιπρόσθετα, ο λοιπός τραπεζικός τομέας χαρακτηρίζεται από ολιγοπολιακή κατάσταση πραγμάτων. Στην ουσία δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ανταγωνισμός σε επίπεδο τραπεζικού τομέα. Οι τράπεζες περισσότερο διεκδικούν την είσπραξη των οφειλομένων, αυτών που ονομάζουμε «κόκκινα δάνεια», παρά τη χρηματοδότηση της αγοράς. Αυτό τι σημαίνει; Ότι από τη μια το αμέσως επόμενο διάστημα θα έχουμε στην Κύπρο ένα μαζικό κύμα εκποιήσεων με θύμα τα νοικοκυριά και τις μικροεπιχειρήσεις, ενώ από την άλλη θα συνεχίσει η κατάσταση της οικονομίας με κύριο χαρακτηριστικό τη δύσκολη ως αδύνατη χρηματοδότηση , το ακριβό χρήμα και το δανεισμό με όρους λεόντειους υπέρ των τραπεζών.

Αν η κυβέρνηση εμφορείτο από μια διαφορετική νοοτροπία θα επεδίωκε τουλάχιστον την επιβολή προστατευτικών όρων για να αποφευχθεί η εκποίηση περιουσιών εις βάρος εκείνων των νοικοκυριών και εκείνων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους για λόγους που δεν φταίνε οι ίδιοι (μείωση εισοδημάτων-αύξηση υποχρεώσεων). Από την άλλη , θα έπρεπε η ίδια να χρηματοδοτήσει αναπτυξιακά έργα, προκειμένου να κινηθεί η αγορά ώστε να αντισταθμιστεί η οικονομική κατάσταση , στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω. Εκεί δηλαδή που η ιδιωτική επένδυση δεν επιτυγχάνει ή δεν υπάρχει, εκεί το κράτος οφείλει να προχωρήσει στις δημόσιες πλέον επενδύσεις, γιατί αυτό είναι μια από της κοινωνικές του υποχρεώσεις. Δεν το πράττει με αποτέλεσμα να έχουμε και το 2017 την ίδια μίζερη εικόνα με βασικό αποδέχτη τον μέσο, κάθε θύμα, το συνετό νοικοκύρη , τον ανώνυμο πολίτη και φορολογούμενο αυτού του κράτους. Αυτό που περιγράφω είναι  το «new deal» που επιχείρησε με επιτυχία  παλιότερα η Αμερική του Ρούσβελτ κατά το μεσοπόλεμο, μετά το Κράχ, αυτό έκανε η Ευρώπη μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτό κάνει η κάθε σοβαρή κυβέρνηση όταν εντοπίσει ότι είναι αδύνατο για το μέσο πολίτη να έχει πρόσβαση στο φτηνό χρήμα για να έχει πρόσβαση στη βελτίωση της επιχείρησης του, εισαγωγή νέας τεχνολογίας και καινοτομίας. Δεν τον πράττει και αυτό αποδεικνύεται μέσα από τον προϋπολογισμό.

Ειδικότερα θέλω να αναδείξω τις δικές μου ενστάσεις σε τρία επί μέρους θέματα. Είναι πραγματικά αποκαρδιωτικό ο προϋπολογισμός του Υπουργείου Εξωτερικών να αποκαλύπτει ελάχιστες δαπάνες σε μια χώρα, όπως η Κύπρος, η οποία θεωρητικά έχει ως προμετωπίδα και την αιχμή του δόρατος της πολιτικής της το διεθνές δίκαιο, με την ανάγκη όπως δημιουργήσει συμμαχίες ή τουλάχιστον ακροατήριο σε διεθνές επίπεδο ως αντίβαρο στη στρατιωτική και γεωπολιτική υπεροπλία της Τουρκία, συνεπεία της εισβολής. Η λογιστική αντίληψη των πραγμάτων έχει και ως αποτέλεσμα διαχρονικά την μείωση δαπανών στην ανάπτυξη, στην άμυνα, και στην εξωτερική πολιτική, για εξοικονόμηση μερικών εκατομμυρίων. Έτσι σήμερα έχουμε την Κύπρο στο διεθνές επίπεδο ουσιαστικά απούσα , ενώ την ίδια στιγμή η Τουρκία αλωνίζει κυριολεκτικά σε διεθνές επίπεδο.

Το δεύτερο σημείο που θέλω να θίξω είναι οι μειωμένες διαχρονικά δαπάνες για τη δικαιοσύνη κάτι που αποδεικνύεται καθημερινά να είναι ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους η δικαιοσύνη νοσεί  και ολιγωρεί στην Κύπρο με τις καθυστερήσεις που έχουν ως θύμα τον ίδιο τον πολίτη.

Τρίτο σημείο είναι πραγματικά η παταγώδης αποτυχία της κυβέρνησης στο να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης, γεγονός το οποίο αναπαράγει το συγκεντρωτισμό και την  επαλληλία των δαπανών, εις βάρος πάντα του πολίτη. Ως εκ τούτου δε μπορούμε να συμφωνήσουμε με την ακολουθούμενη πολιτική κ οικονομική προσέγγιση των ζητημάτων από την κυβέρνηση. Έτσι, στο βαθμό που ο προϋπολογισμός αναπαράγει και διαιωνίζει την κοινωνική αναλγησία, τον αποκλεισμό των μικρομεσαίων από τη χρηματοδότηση και την ανάπτυξη, που διαιωνίζει την κοινωνική αδικία και που έχει μετατρέψει τον τραπεζικό τομέα σε ένα μεγαθήριο, ο οποίος έχει στη διάθεση του ένα τρομακτικό νομικό και οικονομικό οπλοστάσιο, για μας ο προϋπολογισμός οδηγεί στη χρεωκοπία αν όχι των αριθμών, στην χρεωκοπία του κοινωνικού κράτους, το οποίο και θα έπρεπε να είχαμε ως στόχο.

Η Κύπρος μπήκε σε μια σκληρή μνημονιακή περίοδο προκειμένου να εξασφαλίσει φτηνό χρήμα, δηλ δάνειο με ευνοϊκούς όρους, ώστε να κεφαλαιοποιηθούν οι ανάγκες των τραπεζών και να σωθεί η οικονομία. Δανειστήκαμε περισσότερα τελικά απ’ότι είχαμε ανάγκη και προτιμήσαμε το υπόλοιπο που δε χρειαζόμασταν να το επιστρέψουμε , αν και μπορούσαμε να το χρησιμοποιήσουμε για χρηματοδότηση της ανάπτυξης με μηδαμινό σχεδόν επιτόκιο, και αντ’ αυτού, υπό μορφή πειράματος, «ανοιχτήκαμε στις αγορές» για να εξασφαλίσουμε τα ίδια ποσά με πολύ υψηλότερο επιτόκιο. Θα μπορούσαμε το δάνειο που δε χρησιμοποιήσαμε να το διαθέσουμε στους νέους επιχειρηματίες, στους νέους επιστήμονες, στα υφιστάμενα νοικοκυριά και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση σε φτηνό χρήμα με επιτόκιο πολύ κάτω του 2%. Αντ΄αυτού  ακολουθούμε την πεπατημένη του παρελθόντος, αφήνουμε τις τράπεζες να επιβάλλουν όποιο τόκο θέλουν και ουσιαστικά να αποκλείουμε τον πολίτη από τη φτηνή χρηματοδότηση. Συνεχίζουμε την ίδια πορεία, που οδηγεί σε αναπαραγωγή της κρίσης και στα προβλήματα του άκρατου καπιταλιστικού συστήματος, με χαρακτηριστικά τη δημιουργία στεγανών, ολιγοπωλίων, ενώ ταυτόχρονα έχουμε τη μείωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας των μη προνομιούχων, τη μείωση εισοδημάτων με τα όσα αρνητικά προκαλούνται στην οικονομία στο δημογραφικό και στην κοινωνία αυτήν καθαυτή.

Επειδή όμως η κοινωνία στην οποία ζούμε λειτουργεί σ’ένα κράτος το οποίο και οφείλουμε να προστατεύσουμε ως κόρη οφθαλμού ε, υπενθυμίζω ότι απαρέκκλητη προσήλωση όλων θα έπρεπε να είναι η προστασία της Κυπριακής Δημοκρατίας, η ύπαρξη της οποίας αποτελεί το μοναδικό γεωστρατηγικό μας όπλο απέναντι στην Τουρκία. Γι αυτό δε μπορούμε να είμαστε απαθείς και να προσποιούμαστε ότι τίποτα δε συμβαίνει και ότι τίποτα δεν έχει αποφασιστεί, όταν βλέπουμε ότι έχουμε αποδεχθεί ως ελληνοκυπριακή πλευρά λύση με μόνιμη παρουσία των εποίκων και μια παράξενη μορφή προσωρινότητας του τούρκικου στρατού κατοχής. Γιατί χρησιμοποιώ τον όρο αυτό; Γιατί φαίνεται ότι ο μοναδικός που θα κρίνει αν θα αποχωρήσει ο τουρκικός στρατός μετά τη λύση θα είναι η ίδια Τουρκία. Δε θα υπάρχει μηχανισμός να την αναγκάσει στην αποχώρηση αν αυτή δεν το πράξει. Έχουμε δεχτεί το τελευταίο διάστημα τόσα πολλά ως υποχωρήσεις, όσα δεν είχαμε δεχτεί όλα αυτά τα χρόνια μετά την εισβολή, με αποτέλεσμα να τίθεται εν αμφιβόλω το ίδιο το παρόν και το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Θέλω στο σημείο αυτό να αναφερθώ σ’ένα θέμα του Συρμού, που έχει να κάνει με το «φόβο». Κατά τη Naomi Klein, την οποία συστήνω ανεπιφύλακτα να διαβάσει κανείς, η επίκληση του φόβου και του Δέους αποδείχθηκε και αποδεικνύεται ένα πολύ χρήσιμο μέσο, για την Αμερικανική εξωτερική πολιτική. Ο φόβος και το δέος έχουν χρησιμοποιηθεί και χρησιμοποιούνται σήμερα με επιτυχία εναντίον της Ρωσίας. Θυμόμαστε τη λεγόταν για το Ιράκ, τη Συρία, τη Σερβία κατά καιρούς.  Απέτυχαν μόνο το 2004 στην Κύπρο. Κι αυτό χάριν στο σθένος και την αποφασιστικότητα του Κυπριακού Λαού στη διεκδίκηση αυτού που θεωρεί δίκαιο. Αυτό κι αν είναι παγκόσμιο μεγαλείο ενός λαού!

Σήμερα, ο φόβος χρησιμοποιείται κατά τρόπο αντίστροφο και με προσέγγιση αντίθετη. Κατηγορούμαστε , σήμερα, ότι «φοβούμαστε τη λύση» , «φοβούμαστε το όραμα», την ειρήνη, το «μέλλον». Γιατί όμως να φοβόμαστε τη λύση ; ποιος λόγος υπάρχει ο πολίτης να φοβάται τη λύση που θα προνοεί την αποχώρηση των εποίκων; Γιατί να φοβάται κάποιος τη λύση με την οποία θα αποχωρεί ο Τουρκικός στρατός; Γιατί να μη θέλει ο πολίτης λύση, η οποία δε θα προνοεί εγγυήσεις, ζώνες ή σύνορα, βέτο ή ειδικές πλειοψηφίες; Ή γιατί να φοβάται τη λύση με την οποία θα εξασφαλίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα; Εκτός κι αν η λύση δε θα είναι έτσι όπως μας την περιγράφουν…

Share This Post!

Συμπληρώστε τα στοιχεία σας για να λαμβάνετε νέα και ενημερώσεις !