Το Δικαστήριο στο οποίο θα απευθύνονται οι δανειολήπτες, δεν θα πρέπει να περιορίζεται σε ρόλο τεχνοκρατικό, ούτε και να διεξάγει πράξεις λογιστικές προκειμένου να εξεύρει μόνο το αληθές υπόλοιπο της οφειλής του δανειολήπτη προς την Τράπεζα ή το επενδυτικό ταμείο (fund) το οποίο αγόρασε το δάνειο (συνήθως στην τιμή του 20-22% της αξίας του δανείου).
Πρωταρχική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου θα είναι η απόδοση δικαιοσύνης. Βασική εξουσία του Δικαστηρίου και συνέπεια της απόφασής του για την πραγματική οφειλή θα πρέπει να είναι η εξέταση και η επιβολή του τρόπου εξόφλησης του ενυπόθηκου χρέους. Άλλως δεν θα έχει κανένα νόημα η αμφισβήτηση των υπερχρεώσεων ή των καταχρηστικών χρεώσεων του δανείου και της οφειλής από την Τράπεζα.
Για σκοπούς παραδείγματος αναφέρονται τα ακόλουθα: Δεν θα απονεμηθεί δικαιοσύνη τυχόν απόφαση του Δικαστηρίου ότι το αληθές υπόλοιπο δεν είναι π.χ. €400.000 όπως διατείνεται η Τράπεζα, αλλά €370.000 όπως υποστηρίζει ο οφειλέτης, εάν η Τράπεζα προχωρήσει άνευ ετέρου στην εκποίηση του ακινήτου στο ποσό των €370.000. Σημασία έχει το Δικαστήριο να μπορεί να διατάξει ή να καλέσει τα δύο συμβαλλόμενα μέρη στο να παρουσιάσουν μέσα σε ταχεία χρονική περίοδο 45-60 ημερών είτε συμφωνημένο πλαίσιο και σχέδιο αποπληρωμής του δανείου και της οφειλής είτε αναδιάρθρωσης του χρέους στη βάση του αληθούς υπολοίπου και λαμβανομένων υπόψη κριτηρίων επί των οποίων θα βασίσει την απόφασή του.
Τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να είναι μεταξύ άλλων το ποσό της οφειλής, το αρχικό ποσό του χρέους ή της οφειλής, το συνολικό ποσό των επιβαρύνσεων και των τόκων αυτού, ο σκοπός δανειοδότησης και περί του κατά πόσον κατά τον χρόνο σύναψης του δανείου οι όροι του δανείου ήταν λογικοί ή/και βιώσιμοι, η αντικειμενική δυνατότητα του οφειλέτη προς αποπληρωμή του χρέους κατά τον χρόνο σύναψης του δανείου και οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στην καθυστέρηση αποπληρωμής του δανείου, η υπαιτιότητα ή μη του οφειλέτη στην μη συμμόρφωση των όρων αποπληρωμής και άλλα. Το Δικαστήριο αφού λάβει υπόψη τα κριτήρια αυτά ή μερικά εξ αυτών θα διατάξει το χρονικό πλαίσιο και τους όρους του διακανονισμού.
Για να γίνουν κατορθωτά τα πιο πάνω θα πρέπει ασφαλώς να τροποποιηθεί ο περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο στο βαθμό που αυτοί αντιστρατεύονται στην πρόσβαση στο Δικαστήριο και τη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου στα πιο πάνω.
Ουσιαστική επιρροή στην έκβαση της απόφασης του Δικαστηρίου θα πρέπει να είναι και η συμπεριφορά και των Τραπεζών, ώστε το Δικαστήριο να δικαιούται να εξετάσει εάν κατά τον χρόνο συνομολόγησης του δανείου επιβλήθηκαν ή συμφωνήθηκαν όροι εξόφλησης του χρέους οι οποίοι να ανταποκρίνονταν στην οικονομική δυνατότητα και εισοδήματα του οφειλέτη. Στην περίπτωση κατά την οποία η Τράπεζα π.χ. ενώ εγνώριζε ότι το εισόδημα του οφειλέτη ήταν €1.000 και συμφώνησε €800 τότε θα πρέπει να ψέγει τον εαυτόν της και κανένα άλλο.
Δικαιοσύνη θα αποδοθεί εάν τα μέρη καταλήξουν σε διευθέτηση. Σε αντίθετη περίπτωση το Δικαστήριο θα εξετάσει ποιος ευθύνεται για τη μη κατάληξη είτε σε συμφωνία εξόφλησης είτε σε αναδιάρθρωση. Εάν για το αδιέξοδο ευθύνεται η συμπεριφορά της τράπεζας τότε ασφαλώς και το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει απαγόρευση της εκποίησης μέχρις ότου παρουσιασθεί δίκαιο σχέδιο αναδιάρθρωσης ή πλαίσιο εξόφλησης. Εάν από την άλλη, βεβαίως η ευθύνη ανήκει στον οφειλέτη ο οποίος δεν επιθυμεί να συνεργαστεί, τότε η Τράπεζα θα είναι ελεύθερη να προχωρήσει στην εκποίηση.
Ούτως ή άλλως η εκποίηση θα πρέπει να είναι το τελευταίο καταφύγιο και μέσο είσπραξης και εξόφλησης του δανείου και όχι το πρώτο όπως δυστυχώς κατέληξε να γίνεται στην Κύπρο.
Αυτό θα πρέπει να είναι κατά την γνώμη μου το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει να συμφωνηθεί η δικαιοδοσία, η εξουσία και οι αρμοδιότητες του Δικαστηρίου ώστε η πρόσβαση στα Δικαστήρια του οφειλέτη να μην καταστεί γράμμα κενό.