Το θέμα των εκποιήσεων είναι μείζον στην προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβασμού για τον προϋπολογισμό του 2021.

Είναι γεγονός ότι η νομική κάλυψη που απολαμβάνουν οι τράπεζες με βάση την Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νομοθεσία είναι εξωφρενικά φιλική προς τις τράπεζες και απαράδεκτα εχθρική προς τους οφειλέτες. Σ’ αυτό συντείνει ασφαλώς η τροποποίηση του νόμου που έγινε τον Ιούνιο 2018  με τις θετικές ψήφους των βουλευτών ΔΗΣΥ-ΔΗΚΟ-Αλληλεγγύης, με την οποία έχει καταστεί πολύ δύσκολη η πρόσβαση στα δικαστήρια των οφειλετών και σχεδόν αδύνατη η παροχή προστασίας σ’ αυτούς έναντι των εκποιήσεων , ακόμα και στις περιπτώσεις που ο οφειλέτης αμφισβητεί αποδεδειγμένα το ύψος του εμφανιζόμενου ως ποσού οφειλής ή την νομιμότητα της υποθήκης ή όταν ακόμη η εκποίηση είναι καταστροφική για τον δανειολήπτη ή γίνεται καταχρηστικά ή εκδικητικά εις βάρος του οφειλέτη.  

Η νομοθετική και οικονομική φαρέτρα η οποία τους έχει δοθεί- ιδίως με την νομοθεσία του 2018- , μαζί με την πολιτική κάλυψη που τους παρέχεται, επιτρέπει ουσιαστικά στις τράπεζες να κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανένα, ούτε καν στα Δικαστήρια. Αυτή η τραπεζική ασυδοσία εκφράζεται πρώτιστα μέσα από την κατάχρηση της διαδικασίας εκποίησης, η οποία έχει μετατραπεί από μέσο σε αυτοσκοπό. Όποιος αμφισβητεί το χρέος ή το ύψος του ποσού, όποιος αμφισβητεί την υποθήκη – κυρίως τις υποθήκες των πρώην ΣΠΙ,  οι οποίες ήταν και παράνομες και καθ’ υπέρβαση του Νόμου-,  όποιος διεκδικεί ελάφρυνση τόκων ή επιτοκίων, δέχεται αμέσως  ως απάντηση τη διαδικασία της εκποίησης. Μία εκδικητική διαδικασία που τα άτολμα ούτως ή άλλως κυπριακά Δικαστήριά είναι απρόθυμα να ελέγξουν και δεν αναστέλλουν. Και τούτο διότι αποστερήθηκε ο κάθε συμπολίτης μας το δικαίωμα ουσιαστικής πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Το μόνο που μπορεί να κάνει ο οφειλέτης είναι να περιμένει κάποια χρόνια μετά την εκποίηση της περιουσίας του, ώστε το Δικαστήριο να αποφασίσει ποιο ήταν το αληθινό υπόλοιπο της οφειλής του ή εάν ήταν δίκαια ή άδικη η εκποίηση.

Είχαμε ζητήσει και ζητούμε την εφαρμογή του Χρεοστασίου και το πάγωμα των χρεών προκειμένου να αμβλυνθούν οι συνέπειες της κρίσης και να αναπνεύσουν οι μικρομεσαίοι που ήταν κάποτε η ραχοκοκαλιά της κυπριακής οικονομίας, προκειμένου να ορθοποδήσουν. Παρόμοια ρύθμιση είχε γίνει το 1974 και τη δεκαετία του 70 και 80 με βάση τον περί Ανακουφίσεως και Οφειλετών Νόμο, που οδήγησε στην ανάσταση της οικονομίας, μετά την καταστροφή του 74.

Ζητήσαμε και ζητούμε την αναστολή των εκποιήσεων τουλάχιστον όσον αφορά τη βασική κατοικία και την επαγγελματική στέγη, το οικογενειακό οικόπεδο ή τον γεωργικό κλήρο. Ζητήσαμε και ζητούμε δικαίωμα στον δανειολήπτη να αμφισβητεί καλόπιστα το χρέος του ενώπιον Δικαστηρίου, χωρίς την καταστρεπτική και εκδικητική απάντηση των τραπεζών μέσω της εκποίησης της περιουσίας του.

Δεν το κάνουμε επειδή ακολουθούμε μια ανέξοδη πολιτική και συνθηματολογία.  Είναι διότι διεκδικούμε τα αυτονόητα, γιατί είναι αδιανόητο να ξεπουλιούνται τα δάνεια στο 20 με 25% της αξίας τους σε fund και ταμεία, χωρίς να δίνεται η ευκαιρία στο δανειολήπτη είτε να αναδιαρθρώσει το δάνειό του ή να το εξαγοράσει με όρους δίκαιους και χρηματοδότηση ,  χωρίς να τυγχάνει εκμετάλλευσης και χωρίς να είναι θύμα κατάχρησης της θέσης υπεροχής των τραπεζών έναντί του.

Πράττοντας τούτο , δεν υποστηρίζουμε δήθεν τους «στρατηγικούς κακοπληρωτές» προς τους οποίους εντέχνως το σύστημα έχει εξομοιώσει τον κάθε νοικοκυραίο . Παρασιωπούν οι θιασώτες των εκποιήσεων ότι η συντριπτική πλειοψηφία των οφειλετών ήσαν συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους μέχρι την οικονομική κρίση- που οι ίδιες οι τράπεζες εν πολλοίς προκάλεσαν-  και μέχρι την απώλεια της επιχείρησης ή την μείωση του εισοδήματός τους.

Αντί ρύθμισης των εκποιήσεων και του ελέγχου των τραπεζικών καταχρήσεων , προέκυψαν μαζικές και συλλήβδην εκποιήσεις περιουσιών, ακόμα και ηλεκτρονικές. Τις εκποιήσεις πραγματοποιούν πλέον τα διάφορα “funds” και οι “εταιρείες ειδικού σκοπού” – προς τις οποίες οι τράπεζες πωλούν υπό μορφή πακέτων τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια ,χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν ο οφειλέτης. Το τραγικό , όσο και εξοργιστικό είναι το ότι ενώ τα δάνεια πωλούνται στο 22% έως 26% της αξίας του χρέους, τα funds και οι εταιρείες ειδικού σκοπού, απαιτούν από τους οφειλέτες την εξόφληση του χρέους μέχρι και το τελευταίο Ευρώ.

Εκποιήσεις υποθηκών ασφαλώς γίνονται και σε άλλα κράτη. Γίνονται όμως ως το έσχατο μέτρο και υπό προϋποθέσεις προκειμένου να μην γίνονται καταχρήσεις, ούτε και να αποβαίνουν σε μέτρο καταστρεπτικό για τους οφειλέτες. Τίθενται περιορισμοί στις εκποιήσεις που αφορούν στη βασική κατοικία , στο γεωργικό κλήρο ή στην επαγγελματική στέγη . Όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά επιβάλλεται η πρόσβαση στα δικαστήρια , τα οποία υποχρεούνται να αποδώσουν έγκαιρα δικαιοσύνη. Και αν αυτό απαιτεί αναστολή της εκποίησης , αυτό διατάσσουν. Δεν επιτρέπεται η τράπεζα να καθορίζει μόνη της το ποσόν του χρέους και ο οφειλέτης να μην μπορεί να αμφισβητήσει. Ούτε και να προχωρεί στην εκποίηση χωρίς να λαμβάνει υπόψη της το δικαίωμα του οφειλέτη στην περιουσία του και χωρίς να εξαντλεί όλα τα περιθώρια διευθέτησης της οφειλής.

Σε ένα ευνομούμενο κράτος οι Τράπεζες  , εκτός από δικαιώματα έχουν και υποχρεώσεις. Όσο δε μεγαλύτερο είναι το μέγεθος της τράπεζας τόσο μεγαλύτερες είναι οι υποχρεώσεις της έναντι των οφειλετών.

Το θέμα επομένως των εκποιήσεων και των τραπεζικών συμπεριφορών είναι απολύτως συνυφασμένο με τον κοινωνικό ιστό αλλά και την οικονομική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη όμως δεν είναι μόνο ζήτημα αριθμητικό  αλλά είναι ζήτημα πρωτίστως κοινωνικό, γι αυτό και απαιτείται η ρύθμιση του πλαισίου των εκποιήσεων. Αυτό δεν έκανε ο καταψηφισθείς προϋπολογισμός του 2020-21 ,  αυτό πρέπει να πράξει το νέο σχέδιο του προϋπολογισμού  . Άλλως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

Κ.Ε.

Share This Post!

Συμπληρώστε τα στοιχεία σας για να λαμβάνετε νέα και ενημερώσεις !